πομφολυγώδης — ες, ΝΑ [πομφόλυξ, υγος] όμοιος με πομφόλυγα ή γεμάτος πομφόλυγες; νεοελλ. 1. φρ. «πομφολυγώδη νοσήματα» ιατρ. νοσήματα που χαρακτηρίζονται από την ανάπτυξη πομφολύγων, όπως είναι οι πομφολυγώδεις δερματοπάθειες, οι οποίες συχνά οφείλονται σε… … Dictionary of Greek
πομφολυγώδη — πομφολυγώδης like bubbles neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πομφολυγώδης like bubbles masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πομφολυγώδης like bubbles masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομφολυγῶδες — πομφολυγώδης like bubbles masc/fem voc sg πομφολυγώδης like bubbles neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομφολυγώδεις — πομφολυγώδης like bubbles masc/fem acc pl πομφολυγώδης like bubbles masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομφολυγώδους — πομφολυγώδης like bubbles masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
παγετώνας — Μάζα πάγου και χιονιού, που συγκεντρώνεται σε υψηλές ορεινές ή πολικές περιοχές και σχηματίζεται από τη συνάθροιση, διατήρηση και μετασχηματισμό των χιονοπτώσεων, η οποία όμως δεν παραμένει άκαμπτη, αλλά κινείται σε κεκλιμένο επίπεδο ως πλαστική… … Dictionary of Greek